ταχαρδία

ταχαρδία
η, Ν
ζωολ. ομόπτερο έντομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tachardia, από το όν. τού Γάλλου ιεραποστόλου Gui Tachard].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”